- νυστακτής
- νυστακτής, ὁ (Α) [νυστάζω](για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το κεφάλι προς τα κάτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυστακτής — drowsy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυστακτικώς — (Α νυστακτικῶς) [νυστακτής] επίρρ. με νυσταλέο τρόπο … Dictionary of Greek